παρενσπείρω

παρενσπείρω
ΝΑ [ενσπείρω]
σπέρνω ανάμεσα, διασπείρω, σπέρνω εδώ κι εκεί («παρενεσπάρη τούτοις», Γρηγ. Νύσσ.)
νεοελλ.
μτφ. ενσπείρω με δόλιο τρόπο («παρενέσπειρε διχόνοιες μεταξύ τών μελών τής οικογένειας»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”